Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Περί κρίσεως και άλλων δαιμονίων


Η κρίση για όσους από εμάς κυκλοφορούμε στον έξω κόσμο και δεν ζούμε στην μακαριότητα της σπιτικής ζεστασιάς και των συναθροίσεων με τους ομοούσιους και ομογάλακτους, δεν αποτελεί ένα κοινωνικό-οικονομικο-πολιτικό φαινόμενο. Έχει όψη και έχει και ήχο, έναν ήχο που άλλοτε είναι αβάσταχτος για την ψυχή, όπως το κλάμα ενός παιδιού που οι γονείς του εγκατέλειψαν σε ένα ίδρυμα γιατί δεν μπορούν πια να το ζήσουν κι άλλοτε ακούγεται σαν πολεμική ιαχή, εκείνη των διαδηλώσεων όσων αποφάσισαν να αφήσουν τη ζεστασιά του σπιτιού τους και να κατέβουν στους δρόμους.
Η όψη της κρίσης φαίνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων, καθρεφτίζεται στο βλέμμα τους. Όχι απαραιτήτως των εξαθλιωμένων. Αλλά κι εκείνων που ακόμη κρατούν, που έχουν τα προς το ζην, ίσως και κάτι παραπάνω. Κι όμως αυτή η πικρή απογοήτευση ενός αγώνα άγονου χαράζει την όψη τους. Κάποτε ήταν αξιοζήλευτοι, έμοιαζαν με κορφές απάτητες, πολλοί τους θαύμαζαν κι άλλοι τους ζήλευαν. Μα η ζωή άρχισε να μοιράζει χαστούκια με γεναιοδωρία. Άλλοι τα είχαμε φάει από πριν. Ήμασταν too much ακόμη και για τις ήρεμες εποχές. Κι έτσι πληθαίνει ο κύκλος των losers. Όχι βέβαια των αληθινών losers, γιατί ακόμη και στην παρακμή μπορείς να έχεις “κέρδος” αν είσαι συνετός και ξέρεις από εσωτερικά μακροβούτια. Όχι υλικό κέρδος, συναισθηματικό κέρδος. Αυτό που σου γεμίζει την υπόσταση, που σε κάνει και νιώθεις πως δεν ζεις για να μην είναι ο κόσμος άδειος, πως δεν θα περάσεις το ποτάμι της ζωής αβρόχοις ποσίν, πως δεν είσαι λαθρεπιβάτης και ταξιδεύεις σε μια θάλασσα χωρίς ορίζοντα.
Άλλοι μουδιασμένοι, αμήχανοι, σαλταρισμένοι, παρανοϊκοί μπροστά στην κρεατομηχανή, στον οδοστρωτήρα που γελάει χαιρέκακα διότι προφανώς ήρθε για να μην αφήσει τίποτα όρθιο, ενδεδυμένος την ιατρική ποδιά, ότι δήθεν ήρθε να μας θεραπεύσει. Μα πώς να πείσει ο οδοστρωτήρας ότι είναι θεραπευτής φορώντας μια υπερμεγέθη ποδιά; Κι όμως οι αφελείς το πιστεύουν. Ίσως γιατί ενδόμυχα πιστεύουν πως δεν υφίσταται απειλή για τους ίδιους, ποιος ξέρει;
Κι έτσι ακόμα κι αν θέλουμε να δείξουμε τον καλύτερό μας εαυτό, χαμογελώντας και λέγοντας ευχάριστα πράγματα, καμιά μάσκα δεν θα μας βοηθήσει να κρύψουμε την όψη της κρύας απογοήτευσης για εκείνο το αδειανό πουκάμισο μιας σισσύφειας προσπάθειας, ενός καθημερινού αγώνα που οδηγεί στην απαξίωση.
Γιατί κύριοι ιεροεξεταστές, κύριοι “γνωρίζοντες”, εκείνοι έμαθαν να βγάζουν το ψωμί τους με κάματο καθημερινό, όχι αστεία. Θυσίασαν διακοπές, εκδρομές, γιορτές, Σαββατοκύριακα, τη φροντίδα των παιδιών τους, των οικείων τους, την υγεία τους και τη ζωή τους ολόκληρη για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εργασίας τους. Γιατί ναι, υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα κι ας κάνετε πως δεν υπάρχει. Όπως κάνετε πως δεν υπάρχει και η άλλη Ελλάδα του πλουτισμού εκείνων που τα αρπάζουν ακόμα. ΟΥΤΕ αυτή τη βλέπετε. Αυτοί δε σας ενόχλησαν, τα δήθεν προνόμια κάποιων εργαζομένων σας ενόχλησαν.
Η ατιμωρησία δεν σας ενόχλησε. Δεν είδα να βγάζετε κραυγές διαμαρτυρίας για όλους αυτούς που λυμαίνονται τον τόπο δεκαετίες τώρα και ουδέποτε θα καθίσουν στο σκαμνί, όπως συμβαίνει σε κάθε πολιτισμένη χώρα. Οι φοροκλέφτες δεν σας ενόχλησαν, όλοι αυτοί που θεωρούν ότι πρέπει να ζουν με τους φόρους των άλλων. Όχι, ούτε αυτοί υπάρχουν. Με τους άλλους τι θα γίνει, αυτούς που αποφάσισαν και φέρουν το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης; Δεν μας πειράζει έτσι;
Τα μυαλά σας αποφασίζουν με δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με το πώς σας συμφέρει να βλέπετε τα πράγματα και το πού τοποθετείτε εαυτόν μέσα στο κοινωνικό πλέγμα. Επειδή όμως το πλέγμα που έχετε στο μυαλό σας θα γίνει στο τέλος δίχτυ και θα σας πνίξει στο πέλαγος της υπεροψίας σας, θα ήταν ίσως καλύτερο να συνειδητοποιήσετε ότι αποτελείτε συνεπιβάτες στον Τιτανικό. Γιατί όταν η δίνη θα τους καταπίνει όλους, τότε θα είναι πλέον πολύ αργά.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Απολογία


Kαι η σιωπή έσπρωξε το όνειρο στο βυθό του τίποτα
και τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ διαμαρτυρήθηκαν
γιατί ξεχάστηκαν στα συρτάρια του μυαλού
κι αφέρθηκαν πίσω στο δρόμο που έτρεχες να προλάβεις τη ζωή

Μα η αληθινή ζωή ήταν ένας κόσμος παράλληλος
που έβλεπες να περνά δίπλα σου σαν έτρεχες σαν σκηνές κινηματογράφου
κι έτρεχες κι έτρεχες γιατί σου 'παν πως αν σταματήσεις θα πέσεις
θα πέσεις και θα βυθιστείς σε ένα μπουντρούμι με μαύρες μορφές
και σκαθάρια που σου βάζουν βαθιά μέσα στο νου σου τα νύχια τους
τις νύχτες που το μυαλό αδειάζει από τις σκέψεις της ημέρας
μαζί και η ψυχή σου

Και δεν είναι χρόνος πολύς που βγήκες από κει
πρέπει τα πόδια σου να δυναμώσουν και να μπορούν να συνεχίσουν να τρέχουν
κι ο νούς σου γεμάτος από λέξεις έννοιες μηνύματα και ερμηνείες
ο χώρος ασφυχτικός για όμορφες σκέψεις και όνειρα που θνησιγενή όπως είναι
μετατρέπονται σε φαντάσματα που πλανώνται πάνω από την ύπαρξή σου
τη στοιχειώνουν, τη γεμίζουν αράχνες και της κλείνουν όλα τα παράθυρα.

Γιατί δεν βρήκες μια στιγμή αλήθειας να μοιραστείς αυτό που φώλιασε μέσα σου
μόλις το βλέμμα σου συνάντησε το δικό του
κι απολογείσαι για τα λόγια που δεν είπες ποτέ, για τα λόγια που δεν άκουσε ποτέ
για τα λόγια που δεν ζήτησε ποτέ να ακούσει
παίρνοντας για άλλη μια φορά την ευθύνη στους ώμους σου
που ήσουν λίγη, βιαστική, χαμένη, μπερδεμένη
μέσα σε νεφελώδεις σκέψεις και φόβους
που έκαναν τα λόγια σου να ακούγονται σαν δίσημοι χρησμοί
μιας Πυθίας ζαλισμένης από την πραγματικότητα

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Το φάντασμα του Όργουελ πλανάται πάνω από τον κόσμο


Απόψε είδα μία ταινία που ήθελα να δω εδώ και πολύ καιρό, παρακινημένη από ένα video που παρακολούθησα στο youtube. Ήταν “τα παιδιά των ανθρώπων”, ένα οργουελικό σκηνικό που κάποτε θα μας φαινόταν αδιανότητο, αλλά τούτη η εποχή φαντάζει πιο κατάλληλη από ποτέ για να θεριέψουν οι σπόροι του κακού και να μας οδηγήσουν βαθμηδόν στην απόλυτη παρακμή, όπως αυτή αποτυπώνεται στο φιλμ του Αλφόνσο Κουαρόν, βασισμένο στο βιβλίο του Π. Ντ. Τζέιμς.

Βία, πλήρης αναρχία, φτώχεια, ασθένειες, φασισμός, τεράστια κοινωνική πόλωση με ολίγους πλούσιους οι οποίοι ζουν σε ένα γυάλινο κόσμο, μετανάστες σε στρατόπεδα, απόλυτος έλεγχος των media, λογοκρισία, παραπληροφόρηση. Κι ένας ιός που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να αναπαραχθούν. Μια γυναίκα έγκυος που ένας πρώην ακτιβιστής προσπαθεί να τη σώσει για να φέρει στη ζωή το μωρό, το οποίο είναι συνώνυμο της ελπίδας για την επιβίωση του είδους και της ελπίδας ότι θα υπάρξει αύριο.

Κάποτε αυτές οι σκηνές φαίνονταν αδιανόητες, ίσως για κάποιους παραμένουν ακόμα. Βλέποντας όμως τα άνθη του κακού να βγαίνουν από το χώμα, όλα αυτά που προοιωνίζονται ένα ζοφερό μέλλον, μία επίγεια κόλαση, όπως αυτή της ταινίας, έχω αρχίσει να πιστεύω πως το καλύτερο που μπορούμε να προσφέρουμε στην εξέλιξη της κοινωνίας είναι η συνεισφορά μας στην πνευματική ανάταση και την πρόοδο και την επικράτηση της ψυχραιμίας, της αλληλεγγύης, της ομόνοιας και της ανθρωπιάς. Την ίδια ώρα έχουμε απόλυτη υποχρέωση να απαιτήσουμε να προστατευθεί η κοινωνία από τη βία και την εγκληματικότητα, όχι μόνο μέσω της καταστολής αλλά και της πρόληψης.

Η ταινία αυτή μπορεί να μας κάνει να σκεφτούμε πόσο μεγάλη σημασία έχει να εμποδίσουμε με κάθε τρόπο τον κόσμο μας να εξελιχθεί σε ένα σκηνικό τρόμου, με ορδές φτωχών που επιβιώνουν κάνοντας εγκλήματα, σκοτώνοντας συμπολίτες τους, εκεί όπου “ο θάνατός σου η ζωή μου” αποκτά κυριολεκτική σημασία..

Όμως ο τρόπος που εξελίσσονται τα πράγματα φοβίζει. Φοβίζει γιατί οι ανίκανες ή μπορεί και παμπόνηρες ιδιοτελείς κυβερνήσεις αφήνουν την εγκληματικότητα να οργιάζει, ενώ οδηγούν στη φτώχεια όλο και περισσότερους συμπολίτες μας επιτείνοντας το πρόβλημα. Και είναι δεδομένο πλέον ότι το χαμηλό βιοτικό και πνευματικό επίπεδο πηγαίνουν χέρι χέρι με την εγκληματικότητα.

Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη τους στην κοινωνική δικαιοσύνη και στους θεσμούς και αναζητούν δικά τους συστήματα δικαίου, όπου τοποθετούν τον εαυτό τους ως κριτή και δικαστή αλλά και τιμωρό, οδηγούμενοι στην αυτοδικία ή στη διεκδίκηση με παράνομα μέσα όσων πιστεύουν ότι στερήθηκαν.
Την ίδια ώρα ο κοινωνικός ιστός έχει διαλυθεί. Έχοντας μάθει να ιδιωτεύουν επί μακρόν, οι άνθρωποι ζουν σε μικρόκοσμους και γυρίζουν την πλάτη τους σε αυτό που ονομάζουμε “κοινωνία”. Θεωρούν πως ουδέποτε θα χρειαστούν το συνάνθρωπο που βρίσκεται λίγο παραπέρα, εφόσον δεν τους είναι χρήσιμος. Αν δεν τους είναι μάλιστα χρήσιμος του γυρίζουν την πλάτη.

Μια τέτοια αντίληψη καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνα τα πράγματα. Αφού έχοντας μάθει όλη τους η σκέψη να περιστρέφεται γύρω από το εγώ τους ή ένα πολύ στενό κύκλο ανθρώπων, αδυνατούν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα στο ευρύτερο σύνολο και να αντιληφθούν ότι η μέριμνα για το “κοινό καλό” και η αντίληψη ότι υπάρχει μία κοινή πορεία με τους συνανθρώπους μας είναι ο μόνος τρόπος να διαμορφώσουμε μία κοινωνία ειρηνικής συνύπαρξης, ομόνοιας και αλληλουποστήριξης. Διαφορετικά οδηγούμαστε σε συμπλεγματικές συμπεριφορές, σε εξαγρίωση της ανθρώπινης φύσης και ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Η επικράτηση δηλαδή του “εγώ” έναντι του “εμείς” έχει καταστροφικές συνέπειες, οδηγώντας σε διάλυση τον κοινωνικό ιστό, σε προβληματικές επιφανειακές ιδιοτελείς σχέσεις και σε αποτυχία προσωπική και κοινωνική, με συναισθηματικά κενά, νευρώσεις, ψυχικές διαταραχές και έλλειψη συντονισμού μεταξύ των μελών μίας κοινότητας ή ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, απορρύθμιση, διάλυση, παρακμή.

Παράλληλα, η επικράτηση του μικρόκοσμου και η αποστροφή από τα κοινά δίνει εύφορο έδαφος σε πάσης φύσεως επιτήδειους να πάρουν στα χέρια τους το τιμόνι της κοινωνίας, οδηγώντας την στην καταστροφή, αφού έχουν ως κριτήριο όχι το κοινωνικό όφελος αλλά το προσωπικό τους συμφέρον και τη διατήρησή τους στην εξουσία, αποφασίζοντας παράλληλα ουσιαστικά ερήμην της πλειοψηφίας.

Για να μην ξεμακραίνω όμως πολύ από την ταινία, όλο αυτό το σκηνικό τρόμου έρχεται σε ευθειά αντιπαραβολή με το ηρωικό πρόσωπο του Θίο, ενός άνδρα που με αυτοθυσία προσπαθεί να σώσει το αύριο, αυτό που συμβολίζει το μωρό που κυοφορεί μία γυναίκα. Κι ενώ πολλοί βρίσκονται σε μία συνεχή διαμάχη με ανταλλαγές πυρών σε ένα μόνιμο σκηνικό πολέμου, κάποιοι λίγοι προσπαθούν να σώσουν το αύριο με αγώνα και αυτοθυσία.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η αδιαφορία της συνενοχής


Την ημέρα της γενικής απεργίας πήρα ένα ταξί για να φτάσω κάπου κοντά στο κέντρο, αφού οι σταθμοί του μετρό ήταν κλειστοί.

Μπαίνοντας μέσα ξεκινάμε μια κουβέντα με τον ταξιτζή, ως είθισται, για την όλη κατάσταση και το “πού πάμε”. Άρχισε να μου λέει ότι δεν έχουν νόημα οι πορείες διότι η πορεία μας είναι προδιαγεγραμμένη και δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Αν και διαφώνησα, θεώρησα σεβαστή αυτή την άποψη, την οποία υιοθετούν πολλοί συμπολίτες μας, απογοητευμένοι από την αναλγησία και την κώφωση των πολιτικών ταγών.
Στην πορεία όμως της κουβέντας διαπίστωσα ότι και ο ίδιος αποτελεί μέρος του προβλήματος. Θεωρεί ως μόνο τρόπο επιβίωσης την παρανομία και όχι τη διόρθωση των στρεβλώσεων.

Όταν έφθασε η κουβέντα στα μέτρα, του εξέφρασα την οργή μου για την απροθυμία να δοθεί επιτέλους τέλος σε αυτό το όργιο της φοροδιαφυγής και για το ότι μια μερίδα πολιτών καλείται πάλι να πληρώσει τα σπασμένα όταν άλλοι εξακολουθούν και φοροκλέπτουν.
Άρχισε να μου λέει δικαιολογίες του τύπου ότι οι πολίτες εξωθούνται ουσιαστικά στη φοροδιαφυγή για να επιβιώσουν. Και τότε του έθεσα το ερώτημα: εγώ που φορολογούμαι από την 1η ημέρα εργασιάς μου πώς επιβίωσα;

Ο συγκεκριμένος επαγγελματίας ήταν προφανές ότι δεν δίνει αποδείξεις για την παροχή των υπηρεσιών του. Έχει θέσει εαυτόν μέσα σε ένα σύστημα “ο κλέψας του κλέψαντος”, έχει υιοθετήσει τη νοοτροπία ενός κράτους-μαφία όπου επιβιώνει ο πιο πονηρός και αυτός ο οποίος επωφελείται της ανυπαρξίας ή της αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών.

Καθόλου σπάνια αυτή η περίπτωση. Η κατάσταση αυτή έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα της κοινωνίας, σε ζιζάνια που πνίγουν κάθε νομοταγή πολίτη ο οποίος προσπαθεί να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Γεμίσαμε μικρούς και μεγάλους μαφιόζους, κλέφτες, κατσαπλιάδες που θεωρούν ότι η παρασιτική διαβίωση είναι ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Που θεωρούν ότι οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν δια βίου για λογαριασμό τους.

Για να υπάρχουν δρόμοι, νοσοκομεία, σχολειά να πάνε τα παιδιά τους πληρώνουν οι συμπολίτες τους, ενώ η συνεισφορά των ίδιων είναι από ανύπαρκτη έως μηδαμινή.
Όταν έχεις υιοθετήσει μια τέτοια νοοτροπία “πειρατή” και απαιτείς οι άλλοι να πληρώνουν για να απολαμβάνεις εσύ τα οφέλη της συνεισφορά τους, είναι φυσικό ότι δεν νιώθεις αδικημένος. Αντιθέτως επωφελείσαι από αυτό το σύστημα και δεν έχεις κανένα λόγο να επιθυμείς την αλλαγή του. Για αυτό ο κύριος επαναπαύεται στην παρασιτική του διαβίωση, ρουφάει το φραπέ του και κρυφογελά για τους αφελείς που νομίζουν ότι κάτι κάνουν ζητώντας περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη.