Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Οραμα

Η αστερόσκονη γυαλίζει στο φεγγαρόφως καθώς πέφτει στα βουνά

των ονείρων μου.

Η γυναίκα με τα πέπλα σεργιανάει με τον αυγερινό φωτοστέφανο,

απλώνει το μαγικό ραβδί της και ξυπνάει παραμιλητά στον ύπνο των

ελπίδων μου που κοιμούνται κουλουριασμένες πάνω στις κορυφές.

Μια γωνιά του τοπίου στο σούρουπο γίνεται πότε μοβ, πότε ρόδινη.

Ένα μωρό γεννιέται απ' τα σπλάχνα του πόθου, είναι ο στεναγμός.

Σκιές αλόγων που προχωρούν στη σειρά διαγράφονται πάνω στα βουνά

το ξημέρωμα κι οι δροσοσταλίδες της πάχνης κατρακυλούν στις

φυλλωσιές.

Τα δέντρα αγκαλιάζονται ένα κυριακάτικο πρωινό στο μονοπάτι της

γαλήνης κι ο ήλιος τυφλώνει τ' αγουροξυπνημένα μάτια μου.

Τα σύννεφα συναντιούνται και χάνονται, όπως οι εραστές στο χρόνο,

ενώ το φεγγάρι ακολουθεί πιστά τη γη, αλλά αυτή αγαπάει τον ήλιο, γιατί

ξέρει πως το φως είναι μόνο δικό του.

Το σύμπαν όμως όρισε να μη συναντηθούν ποτέ αυτά τα σώματα, γιατί

αυτό θα σημάνει τον όλεθρο.

Έτσι τ' αφήνει να περιστρέφονται αιώνια και να ερωτοτροπούν

ανταλλάσσοντας βλέμματα.
Ήταν τρελή,
σαν τον τρελό βοριά που της ανακάτευε τα μαλλιά και της ξύριζε το μέτωπο. Χανόταν στα κύματα, κρυβόταν πίσω από τις καλαμιές, μιλούσε με τους γλάρους και χόρευε πάνω στην άμμο ανάμεσα στις φωτιές τ' Αϊ Γιαννιού.
Όταν έβρεχε, άπλωνε τα χέρια της κι άφηνε τις σταγόνες να τρέχουν στα μαλλιά της και στο καμμένο από τον ήλιο πρόσωπό της.

Ήταν ερωτευμένη, όπως τα περιστέρια στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Πετούσε πάνω από την πόλη, χανόταν μέσα στα φώτα, έτρεχε στις λεωφόρους, χαιρετούσε τα αγάλματα, φλέρταρε με τον κίνδυνο, χόρευε μέσα στη νύχτα, πείραζε τους περαστικούς, αγαπούσε το σύμπαν, αγνοούσε τον πόνο, ξεχνούσε την καταιγίδα.

Ήταν εγκατελειμένη,
όπως οι άστεγοι στα παγκάκια του πάρκου.
Μετρούσε βαριεστημένα βήματα, έπιανε μια γωνιά, κουλουριαζόταν, έκλαιγε κι εκεί την έπαιρνε ο ύπνος.
Ήταν λαβωμένη, όπως το περιστέρι που βρέθηκε ένα πρωϊνό στη βεράντα της.
Ένας άνεμος κακός της έπαιρνε την ψυχή. Το στόμα της ήταν πικρό κι η ζωή της άοσμη, άχρωμη κι άγευστη.
Περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι και με τη γραμμή της μελαγχολίας στο βλέμμα. Αγόραζε λίγη χαρά και την πουλούσε σε τιμή ευκαιρίας, γιατί ήταν κάλπικη. Κουρελιασμένη, εξαντλημένη κι άψυχη, μάζεψε τ' αποκαϊδια της κι έβαλε τα δυνατά της ν' αντέξει.


Ήταν αγέρωχη,
όπως τα αγάλματα που της άρεσε να χαιρετάει περνώντας γρήγορα από μπροστά τους.
Ψηλά, πολύ ψηλά κοιτούσε μακριά, πολύ μακριά, δυνατή κι ατράνταχτη.
Είχε γίνει πέτρινη, μαρμαρένια, χωρίς όμως να χάσει την ψυχή της.
Κρατούσε ένα δόρυ και μια ασπίδα για να κρατάει μακριά της όσους ήθελαν ακόμα να της κάνουν κακό και μ' ένα πλατύ χαμόγελο άφηνε να την πλησιάζουν μόνο αυτοί που δεν την φοβούνταν γιατί την αγαπούσαν.

Χάνονται τα όνειρα;

Κι όμως, όσο τα χρόνια περνάνε και μεγαλώνει ο άνθρωπος, τα όνειρα λιγοστεύουν. Ίσως γίνονται προσδοκίες και χάνουν την αρχική τους αίγλη, γιατί λείπει πλέον το φανταστικό στοιχείο και αποκτούν ρεαλιστικότερη βάση.
Κι όμως, όσο τα χρόνια περνούν, η ψυχή βαραίνει από τους πόνους, τις απογοητεύσεις και τα στραπάτσα.
Μέχρι να 'ρθει μια καινούρια χαρά, να τα σκεπάσει και να χαρίσει στην ψυχή μας αυτή την πρόσκαιρη ελαφρότητα, να σκάσει το χιλάκι μας και ίσως κάποιες φορές να νιώσουμε τα πόδια μας να αφήνουν το έδαφος.
Μα πάντα όλα αυτά παραμένουν καταγραμμένα και τα κουβαλάμε μέσα μας, μέχρι να έρθει η θλίψη ενός πρωϊνού να ξυπνήσει τις παλιές σκιές μαζί με μια νέα.
Και τις στιγμές εκείνες τις άσχημες ξυπνάμε στη μνήμη μας παλιές θύμισες για να μην ξεχνάμε πως κάπου υπάρχει και το άπλετο φως που κάποτε ένα άλλο πρωϊνό μας χάρισε και τώρα δεν είναι δυνατόν να το στερηθούμε για πάντα, έτσι δεν είναι;
Η προσμονή και η εγκατέρηση γίνονται φίλες μας αχώριστες και γαντζωνόμαστε μαζί μ' αυτές στο δύσκολο χρόνο που περνάει από πάνω μας σαν ρόδες αυτοκινήτου.
Opoios petaei to dikio tou sto dromo, afinei to dikio tou adiko na ginei